-
1 фреза
η φρέζα (ξεν.), η εργαλείο μηχανή για κατεργασία ξύλου ή μετάλλουзуботехническая мед. - για απόξεση οδοντικών ιστών από τερηδόναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фреза
-
2 муфта
1. (для валов) о σύνδεσμος (των αξόνων)многотарельчатая - см. многодисковая -самоуправляемая - αυτοελεγχόμενος -, αυτορρυθμιζόμενος -тарельчатая - см. дисковая -2. (сцепная) о συ-μπλέκτ/ης 3. (для труб) о σύνδεσμος (των σωλήνων), разг. η μούφα 4. (кабельная) το κιβώτιο/η κεφαλή σύνδεσης καλωδίωνштыковая - τύπου μπαγιονέτας/ξιφολόγχηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > муфта